- παγοποιείο(ν)
- το завод по производству искусственного льда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παγοποιείο — το [παγοποιός] εργοστάσιο κατασκευής πάγου … Dictionary of Greek
παγοποιείο — το εργοστάσιο όπου κατασκευάζεται τεχνητός πάγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγοποιός — ο 1. εργάτης σε παγοποιείο, κατασκευαστής τεχνητού πάγου 2. ιδιοκτήτης παγοποιείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλοξ] … Dictionary of Greek