παγοποιείο(ν)

παγοποιείο(ν)
το завод по производству искусственного льда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παγοποιείο(ν)" в других словарях:

  • παγοποιείο — το [παγοποιός] εργοστάσιο κατασκευής πάγου …   Dictionary of Greek

  • παγοποιείο — το εργοστάσιο όπου κατασκευάζεται τεχνητός πάγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παγοποιός — ο 1. εργάτης σε παγοποιείο, κατασκευαστής τεχνητού πάγου 2. ιδιοκτήτης παγοποιείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλοξ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»